ὀρεσίκοιτος

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source

German (Pape)

[Seite 372] auf den Bergen sein Lager habend, auf den Bergen wohnend, bei Hesych. Erkl. von ὀρεσκῷος.

Greek Monolingual

ὀρεσίκοιτος, -ον, αρσ. και ὀρεσικοίτης (Α)
αυτός που κοιμάται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- (βλ. λ. όρος [II]) + -κοίτος / -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. πετρόκοιτος, υληκοίτης].