ὀρεσικοίτης
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
ὀρεσικοίτου, = ὀρειλεχής, Sch.rec.S.OT1100; ὀρεσίκοιτος, ον, Glossaria on ὀρεσκῴοισιν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 372] ὁ, = Folgdm, Schol. Soph. O. R. 1091.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσῐκοίτης: -ου, = ὀρειλεχής, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 1091. ὀρεσίκοιτος, ον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀρεσικοίτης, ὁ (Α)
βλ. ορεσίκοιτος.