ὀρνιθογνώμων, -ον (Α)ο γνώστης θεμάτων σχετικών με τα πτηνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ιππο-γνώμων.