ορνιθογνώμων
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
Greek Monolingual
ὀρνιθογνώμων, -ον (Α)
ο γνώστης θεμάτων σχετικών με τα πτηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ιππογνώμων.