οροσειρά

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

η
σειρά συνεχόμενων ορέων, μεγάλη σύνθετη ράχη ή αλληλουχία ράχεων του γήινου φλοιού που έχουν σαφή σχέση και αποτελούν μια αρκετά συνεχή και συμπαγή ενότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρος (ΙΙ) + σειρά. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 σον Ν. Θ. Σχινά].