οροαιμάτωμα

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

το
ιατρ. όγκος ο οποίος σχηματίζεται κάτω από το τριχωτό δέρμα της κεφαλής του εμβρύου κατά τη στιγμή του τοκετού και οφείλεται σε οροαιματώδη έγχυση του υποδόριου κυτταρώδους ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορός + αιμάτωμα].