οσαπλάσιος
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek Monolingual
ὁσαπλάσιος, -ον (Α)
οσαπλασίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + -πλάσιος].
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
ὁσαπλάσιος, -ον (Α)
οσαπλασίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + -πλάσιος].