οροθύνω

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

ὀροθύνω (ΑΜ)
1. κινώ, εγείρω, διεγείρω, εξεγείρω
2. προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. οροθέω (< ἐρέθω «ερεθίζω»), κατά τα ρ. σε -ύνω. Η άποψη ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό του θ. ορ- του ὄρνυμι «εγείρω» και του ρήματος θύνω «ορμώ» θεωρείται μάλλον παρετυμολογική].