ουλόμενος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
οὐλόμενος, -ένη, -ον (Α)
(ποιητ. τ. αντί ὀλόμενος)
1. καταραμένος, ολέθριος, θανατηφόρος, καταστρεπτικός («γῆράς τ' οὐλόμενον», Ησίοδ.)
2. κατεστραμμένος, χαμένος, απολωλώς
3. δυστυχής «στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει οὐλομένης ἐμέθεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιθετικοποιημένος τ. της μτχ. του μέσου αορ. β' ὠλόμην του ὄλλυμι, με μετρική έκταση του ο- σε ου-].