ουδαμού

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α οὐδαμοῡ)
επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά («οὐδαμοῡ γῆς», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κατ' ουδένα τρόπο, ουδαμώς
2. φρ. α) «οὐδαμοῡ λέγω τινά» — θεωρώ κάποιον ως μηδαμινό
β) «οὐδαμοῡ νομίζω» — δεν παραδέχομαι καθόλου
γ) «οὐδαμοῡ εἰμι» ή «οὐδαμοῡ φαίνομαι» — δεν λαμβάνομαι καθόλου υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. μηδαμ-ού)].