Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ουδαμού

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

(Α οὐδαμοῡ)
επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά («οὐδαμοῡ γῆς», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κατ' ουδένα τρόπο, ουδαμώς
2. φρ. α) «οὐδαμοῡ λέγω τινά» — θεωρώ κάποιον ως μηδαμινό
β) «οὐδαμοῡ νομίζω» — δεν παραδέχομαι καθόλου
γ) «οὐδαμοῡ εἰμι» ή «οὐδαμοῡ φαίνομαι» — δεν λαμβάνομαι καθόλου υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. μηδαμ-ού)].