ουροδόχος
From LSJ
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ οὐροδόχος και οὐρηδόχος, -ον)
1. αυτός που περιέχει ή δέχεται τα ούρα
2. φρ. «ουροδόχος κύστη» — η κύστη μέσα στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων κατά την κάθοδό τους από τα νεφρά προτού εκχυθούν από την ουρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόχος].