οφθαλμοειδής
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
-ές (Α ὀφθαλμοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με οφθαλμό
αρχ.
καταφανής, ολοφάνερος.
επίρρ...
ὀφθαλμοειδῶς (Α)
με σχήμα οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -ειδής].