ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
ὀφθάλμιος, -ον (Α) οφθαλμός
1. ο σχετικός με τους οφθαλμούς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀφθάλμια
α) η περιοχή τών οφθαλμών
β) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική παράσταση οφθαλμών ως ανάθημα.