ουρτικώδη

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τών τροπικών και εύκρατων περιοχών στην οποία ανήκουν πολύ γνωστά φυτά, όπως η συκιά, το αρτόδενδρο, η μουριά, η φτελιά, η τσουκνίδα, ο λυκίσκος, η ινδική κάνναβις κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. urticales (< λατ. urtica «τσουκνίδα»)].