δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ὀχλοάρεσκος, ὁ (Α)αυτός που προσπαθεί να είναι αγαπητός στον λαό με κολακείες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + ἀρέσκω / ἀρέσκομαι].