παγοδρομία

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

η
1. ολίσθηση πάνω σε παγωμένη και λεία επιφάνεια με ειδικά πέδιλα, ως μέσο μετακίνησης στις χώρες με μεγάλη διάρκεια χειμώνα ή ως άθλημα, αλλ. πατινάζπαγοδρομία ταχύτητας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].