πατινάζ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
Greek Monolingual
το
(αθλ.) άθλημα κατά το οποίο ο αθλητής μετακινείται πάνω σε οριζόντια και ομαλή πίστα φορώντας τροχοπέδιλα ή παγοπέδιλα
2. (φρ) α) «πατινάζ επί πάγου» ή «πατινάζ στον πάγο» — η παγοδρομία
β) «καλλιτεχνικό πατινάζ» — πατινάζ κατά το οποίο οι αθλητές εκτελούν με συνοδεία μουσικής ορισμένες επιδείξεις ή φιγούρες, από τις οποίες άλλες είναι υποχρεωτικές και άλλες της επιλογής του παγοδρόμου ή τών παγοδρόμων, άθλημα που από το 1908 αποτελεί ολυμπιακό αγώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patinage).