Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
Full diacritics: ὀφλοί | Medium diacritics: ὀφλοί | Low diacritics: οφλοί | Capitals: ΟΦΛΟΙ |
Transliteration A: ophloí | Transliteration B: ophloi | Transliteration C: ofloi | Beta Code: o)floi/ |
ὀφειλέται, ὀφειλαί, Hsch. ὀφνίς· ὕννις, ἄροτρον, Id.
ὀφλοί: «ὀφειλέται· ὀφειλαὶ» Ἡσύχ.
ὀφλοὶ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀφειλέται, ὀφειλαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < από το θ. ὀφλ- του αορ. β' ὦφλον του ρ. ὀφείλω].