πάλκος

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλκος Medium diacritics: πάλκος Low diacritics: πάλκος Capitals: ΠΑΛΚΟΣ
Transliteration A: pálkos Transliteration B: palkos Transliteration C: palkos Beta Code: pa/lkos

English (LSJ)

πηλός, Hsch.

Greek Monolingual

πάλκος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πηλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολης ετυμολ. που πιθ. συνδέεται με το πηλός / πᾱλός (πρβλ. λιθουαν. pelke «γαιανθρακωρυχείο»)].