πανδούριον

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

German (Pape)

[Seite 458] τό, = Folgdm; Hesych. erklärt auch σύριγγες ἐκ καλάμων πανδούρια.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α πανδούρα
υποκορ. του πανδούρα.———————— (II)
τὸ, Μ
(κατά τον Ζωναρ.) «πανδούριον
μάχαιρα σφακτική».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δέρω «γδέρνω»].