πανελλαδικός
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρη την Ελλάδα ή αυτός που καλύπτει ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, πανελλήνιος.
επίρρ...
πανελλαδικά
σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ελλαδικός].