παντοειδής

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

German (Pape)

[Seite 464] ές, von aller Art, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντοειδής: -ές, παντὸς εἴδους, Οἰκουμέν. εἰς Ἀποκ., ἔκδ. Cramer σ. 240, 8.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜ
ο κάθε είδους, παντοδαπός, ποικίλος.
επίρρ...
παντοειδώς
με κάθε είδος ή με κάθε μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ειδής].