παραγγελιοδόχος

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207

Greek Monolingual

ο
(νομ.) άτομο το οποίο δέχεται την εντολή του παραγγελιοδότη και αναλαμβάνει έναντι αντιπαροχής την υποχρέωση να διενεργεί ορισμένες εμπορικές πράξεις για λογαριασμό του δεύτερου αλλά στο δικό του όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγγελία + -δόχος (< δέχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].