παραγγελιοδόχος

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

ο
(νομ.) άτομο το οποίο δέχεται την εντολή του παραγγελιοδότη και αναλαμβάνει έναντι αντιπαροχής την υποχρέωση να διενεργεί ορισμένες εμπορικές πράξεις για λογαριασμό του δεύτερου αλλά στο δικό του όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγγελία + -δόχος (< δέχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].