παράκαμψη

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρακάμπτω, προσπέραση ενός σημείου που βρίσκεται στον δρόμο με κυκλική κίνηση δίπλα από αυτό
2. μτφ. αποφυγή δύσκολης ή επικίνδυνης κατάστασης, διαφυγή με επιδέξιες και έξυπνες ενέργειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακάμπτω. Η λ. στον λόγιο τ. παράκαμψις, μαρτυρείται από το 1876 στον Δ. Κοκίδη].