παράκαμψη
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρακάμπτω, προσπέραση ενός σημείου που βρίσκεται στον δρόμο με κυκλική κίνηση δίπλα από αυτό
2. μτφ. αποφυγή δύσκολης ή επικίνδυνης κατάστασης, διαφυγή με επιδέξιες και έξυπνες ενέργειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακάμπτω. Η λ. στον λόγιο τ. παράκαμψις, μαρτυρείται από το 1876 στον Δ. Κοκίδη].