ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
1. μοιάζω υπερβολικά, έχω πολλά χαρακτηριστικά όμοια με κάποιον άλλο
2. κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, παίρνω κάποιον για κάποιον άλλο.