παραληρηματικός

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό παραλήρημα
1. παραληρητικός
2. φρ. «παραληρηματική ιδέα»
ιατρ. εσφαλμένη ιδέα σε έκδηλη αντίθεση με την πραγματικότητα η οποία, εν τούτοις, αποτελεί πεποίθηση για εκείνον που τήν εκφράζει.