Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
το
1. χαμηλό προστατευτικό τείχισμα, στηθαίο γέφυρας, δρόμου, παραθύρου κ.λπ.
2. ναυτ. δρύφακτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. parapeto (< παρα- + petto «στήθος», πρβλ. λ. πέτο)].