παραστράτι

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

και παράστρατο, το
στενός δρόμος, στρατί, που αρχίζει από έναν πλατύτερο δρόμο και οδηγεί συνήθως συντομότερα προς το τέρμα, αλλ. λοξή στράτα («το καλό το παλικάρι ξαίρει κι άλλα παραστράτια [ή μονοπάτια]» — παροιμ. για έξυπνα ή έμπειρα άτομα που βρίσκουν πάντοτε πολλούς τρόπους επιτυχίας ή διαφυγής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + στράτα + κατάλ. -ι].