παραστράτι

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

και παράστρατο, το
στενός δρόμος, στρατί, που αρχίζει από έναν πλατύτερο δρόμο και οδηγεί συνήθως συντομότερα προς το τέρμα, αλλ. λοξή στράτα («το καλό το παλικάρι ξαίρει κι άλλα παραστράτια [ή μονοπάτια]» — παροιμ. για έξυπνα ή έμπειρα άτομα που βρίσκουν πάντοτε πολλούς τρόπους επιτυχίας ή διαφυγής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + στράτα + κατάλ. -ι].