παρεγγύη

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγγῠη Medium diacritics: παρεγγύη Low diacritics: παρεγγύη Capitals: ΠΑΡΕΓΓΥΗ
Transliteration A: parengýē Transliteration B: parengyē Transliteration C: pareggyi Beta Code: pareggu/h

English (LSJ)

ἡ,

   A command, X.An.6.5.13.    2 = allegatio, insinuatio, Gloss.    II Dor. παρεγγύα, deposit paid by a contractor, IG42(1).109 ii 152 (Epid., iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεγγύη: ἡ, διαταγή, Ξενοφ. Ἀν. 6. 5, 13· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 302.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. παρεγγύα, ἡ, Α
1. εντολή, διαταγή («ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει», Ξεν.)
2. έφοδος
3. εγγύηση που κατέβαλλε ο συμβαλλόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγύη (βλ. και λ. εγγύη)].