πασάς

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

ο
1. (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη βόρεια Αφρική) τιμητικός τίτλος ο οποίος απονεμόταν σε στρατιωτικούς και ανώτατους κρατικούς αξιωματούχους
2. (σήμερα στην Τουρκία) προσφώνηση σε κοινωνικά ανώτερο άτομο, αν και ορισμένες φορές ενέχει κάποια ειρωνεία
3. φρ. «πασά μου»
(με θωπευτ. σημ.) άρχοντά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pasa].