πασάς
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
ο
1. (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη βόρεια Αφρική) τιμητικός τίτλος ο οποίος απονεμόταν σε στρατιωτικούς και ανώτατους κρατικούς αξιωματούχους
2. (σήμερα στην Τουρκία) προσφώνηση σε κοινωνικά ανώτερο άτομο, αν και ορισμένες φορές ενέχει κάποια ειρωνεία
3. φρ. «πασά μου»
(με θωπευτ. σημ.) άρχοντά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pasa].