πατρώνυμο

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

το / πατρώνυμος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(μόνο το ουδ. ως ουσ.) το όνομα του πατέρα
αρχ.
αυτός που ονομάζεται από τον πατέρα του, που φέρει το πατρικό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -ωνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πολυώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].