πατρώνυμο
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
Greek Monolingual
το / πατρώνυμος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(μόνο το ουδ. ως ουσ.) το όνομα του πατέρα
αρχ.
αυτός που ονομάζεται από τον πατέρα του, που φέρει το πατρικό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -ωνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πολυώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].