πατρολάθησις

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

[λᾰ], εως, ἡ,

   A neglect of one's father, PMasp.97 B 51 (vi A. D.).

Greek Monolingual

-ήσεως, ή, Α
αδιαφορία του παιδιού για τον πατέρα, η παραμέληση, το παραπέταμα του πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + θ. λαθ- του λανθάνω, πρβλ. αόρ. β' -λαθ-ον + κατάλ. -ησις].