πατρολάθησις

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρολάθησις Medium diacritics: πατρολάθησις Low diacritics: πατρολάθησις Capitals: ΠΑΤΡΟΛΑΘΗΣΙΣ
Transliteration A: patroláthēsis Transliteration B: patrolathēsis Transliteration C: patrolathisis Beta Code: patrola/qhsis

English (LSJ)

[λᾰ], εως, ἡ, neglect of one's father, PMasp.97 B 51 (vi A. D.).

Greek Monolingual

-ήσεως, ή, Α
αδιαφορία του παιδιού για τον πατέρα, η παραμέληση, το παραπέταμα του πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + θ. λαθ- του λανθάνω, πρβλ. αόρ. β' -λαθ-ον + κατάλ. -ησις].