πατρολάθησις

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρολάθησις Medium diacritics: πατρολάθησις Low diacritics: πατρολάθησις Capitals: ΠΑΤΡΟΛΑΘΗΣΙΣ
Transliteration A: patroláthēsis Transliteration B: patrolathēsis Transliteration C: patrolathisis Beta Code: patrola/qhsis

English (LSJ)

[λᾰ], εως, ἡ, neglect of one's father, PMasp.97 B 51 (vi A. D.).

Greek Monolingual

-ήσεως, ή, Α
αδιαφορία του παιδιού για τον πατέρα, η παραμέληση, το παραπέταμα του πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + θ. λαθ- του λανθάνω, πρβλ. αόρ. β' -λαθ-ον + κατάλ. -ησις].