Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πατσατζήδικο

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

το
1. μαγειρείο στο οποίο παρασκευάζεται και πουλιέται κυρίως πατσάς
2. (περιφρονητικά) ευτελές εστιατόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατσατζηδ- του πληθ. πατσατζήδες + κατάλ. -ικο (πρβλ. παλιατζήδ-ικο)].