πατσατζήδικο
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
το
1. μαγειρείο στο οποίο παρασκευάζεται και πουλιέται κυρίως πατσάς
2. (περιφρονητικά) ευτελές εστιατόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατσατζηδ- του πληθ. πατσατζήδες + κατάλ. -ικο (πρβλ. παλιατζήδ-ικο)].