πατρόπαππος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
αυτός που προέρχεται από πατέρα και παππού («πατρόπαππος ἀρχή», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + πάππος.