πεισίνους
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
-ουν, Α
(ως επίθ. πιθ. του Ερμού) αυτός που πείθει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις[II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + νοῦς.