πέλεκρα
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Full diacritics: πέλεκρα· | Medium diacritics: πέλεκρα | Low diacritics: πέλεκρα | Capitals: ΠΕΛΕΚΡΑ |
Transliteration A: pélekra | Transliteration B: pelekra | Transliteration C: pelekra | Beta Code: pe/lekra |
ἀξίνη, Hsch.
πέλεκρα: «ἀξίνη» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το πέλεκυς.