πει
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Greek Monolingual
(I)
και πι, το / πεῑ, και πῑ, ΝΜΑ
η ονομασία του γράμματος π.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική του γράμματος pē του βορειοσημιτικού αλφαβήτου που σήμαινε αρχικά το «στόμα». Η αρχική απόδοση του πεῖ ήταν με νόθο δίφθογγο / ē / ενώ η γρφ. πῖ είναι νεώτερο προϊόν ιωτακισμού. Η ονομασία του γράμματος πεῖ φαίνεται ότι αποτέλεσε το πρότυπο της ονομασίας των φεῖ, χεῖ, ψεῖ και ξεῖ (βλ. και εγκυκλοπαιδικό λ. -π-)].