Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
Full diacritics: πελεκητρίς | Medium diacritics: πελεκητρίς | Low diacritics: πελεκητρίς | Capitals: ΠΕΛΕΚΗΤΡΙΣ |
Transliteration A: pelekētrís | Transliteration B: pelekētris | Transliteration C: pelekitris | Beta Code: pelekhtri/s |
ίδος, fem. of πελεκητής, ἀξίνη π., = Lat.
A dolabra, Gloss.
-ίδος, ἡ, Α
1. θηλ. του πελεκητής
2. φρ. «ἀξίνη πελεκητρίς» — σκεπαρνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς)].