πελεκινοειδής

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελεκῑνοειδής Medium diacritics: πελεκινοειδής Low diacritics: πελεκινοειδής Capitals: ΠΕΛΕΚΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pelekinoeidḗs Transliteration B: pelekinoeidēs Transliteration C: pelekinoeidis Beta Code: pelekinoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A in the shape of a dovetail, σωλήν Hero Spir.2.36, Bel.75.16, Procl. Hyp.4.88.

German (Pape)

[Seite 550] ές, den folgenden 3) ähnlich, Archimed.

Greek (Liddell-Scott)

πελεκινοειδής: -ές, ὅμοιος πελεκίνῳ, Ἀρχιμ. 135, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 271, 7, κλ.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μοιάζει με πελεκίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῖνος + -ειδής].