πελεκινοειδής
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
πελεκινοειδές, in the shape of a dovetail, σωλήν Hero Spir.2.36, Bel.75.16, Procl. Hyp.4.88.
German (Pape)
[Seite 550] ές, den folgenden 3) ähnlich, Archimed.
Greek (Liddell-Scott)
πελεκινοειδής: -ές, ὅμοιος πελεκίνῳ, Ἀρχιμ. 135, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 271, 7, κλ.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που μοιάζει με πελεκίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῖνος + -ειδής].