περιαγνίζω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαγνίζω Medium diacritics: περιαγνίζω Low diacritics: περιαγνίζω Capitals: ΠΕΡΙΑΓΝΙΖΩ
Transliteration A: periagnízō Transliteration B: periagnizō Transliteration C: periagnizo Beta Code: periagni/zw

English (LSJ)

   A purify all round, τὰ ἱερὰ ὕδατι D.H.7.72, cf. Plu.2.974c ; δᾳδίοις τινά Luc.Nec.7, etc.

German (Pape)

[Seite 567] ringsum abwaschen oder reinigen; ὕδατι, D. Hal. 7, 72; Plut. de sol. anim. 20; δᾳδί, Luc. Necyom. 7.

Greek (Liddell-Scott)

περιαγνίζω: ἐξαγνίζω ὁλόγυρα, τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι Διον. Ἁλ. 7. 92, πρβλ. Πλούτ. 2. 974C· περιήγνισε δᾳδίοις καὶ σκίλλῃ Λουκ. Νεκυομ. 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

purifier tout autour.
Étymologie: περί, ἁγνίζω.

Greek Monolingual

Α
καθαρίζω κάτι ολόγυρα για εξαγνισμό («τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἀγνίζω «καθαρίζω»].