πεντάρι
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Greek Monolingual
το
1. νόμισμα αξίας πέντε λεπτών της δραχμής, τάλιρο
2. σύνολο πέντε χαρτονομισμάτων της ίδιας αξίας και, γενικά, ποσότητα πέντε ομοειδών πραγμάτων, πεντάδα
3. το αριθμητικό ψηφίο πέντε
4. παιγνιόχαρτο που έχει πέντε ομοιόχρωμα σήματα
5. διαμέρισμα πέντε δωματίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε + κατάλ. -άρι (πρβλ. δεκ-άρι)].