πεντάρι

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

το
1. νόμισμα αξίας πέντε λεπτών της δραχμής, τάλιρο
2. σύνολο πέντε χαρτονομισμάτων της ίδιας αξίας και, γενικά, ποσότητα πέντε ομοειδών πραγμάτων, πεντάδα
3. το αριθμητικό ψηφίο πέντε
4. παιγνιόχαρτο που έχει πέντε ομοιόχρωμα σήματα
5. διαμέρισμα πέντε δωματίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε + κατάλ. -άρι (πρβλ. δεκ-άρι)].