πεντάδα
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Greek Monolingual
η / πεντάς, -άδος, ΝΜΑ, πεμπάς, Α
σύνολο πέντε ομοειδών πραγμάτων ή πέντε προσώπων
μσν.-αρχ.
1. ομάδα που αποτελείται από πέντε στρατιώτες
2. ο αριθμός πέντε
αρχ.
1. το πέμπτο μέρος
2. η πέμπτη ημέρα της εβδομάδας, η Πέμπτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε / πέμπε + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μον-άς / -άδα). Ο αιολ. τ. πεμπάς είναι αρχαιότερος του πεντάς.