Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεντάδα

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

η / πεντάς, -άδος, ΝΜΑ, πεμπάς, Α
σύνολο πέντε ομοειδών πραγμάτων ή πέντε προσώπων
μσν.-αρχ.
1. ομάδα που αποτελείται από πέντε στρατιώτες
2. ο αριθμός πέντε
αρχ.
1. το πέμπτο μέρος
2. η πέμπτη ημέρα της εβδομάδας, η Πέμπτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε / πέμπε + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μον-άς / -άδα). Ο αιολ. τ. πεμπάς είναι αρχαιότερος του πεντάς.