περικαθέζομαι

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

German (Pape)

[Seite 578] (s. ἔζομαι), sich rings umher niedersetzen, umzingeln; τὸ τεῖχος, Dem. 59, 102; περικαθεσθέντες Luc. V. Il. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

περικαθέζομαι: ἀποθ., κάθημαι ὁλόγυρα, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· μετ’ αἰτ., κάθημαι ὁλόγυρα, πολιορκῶ πόλιν, Δημ. 1379. 23.

French (Bailly abrégé)

ao. περικαθέσθην;
s’asseoir autour : περί τι autour de qch.
Étymologie: περί, καθέζομαι.

Greek Monolingual

Α καθέζομαι
1. κάθομαι ολόγυρα
2. (σχετικά με πόλη) περικυκλώνω, πολιορκώ.