περικαθέζομαι
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
German (Pape)
[Seite 578] (s. ἔζομαι), sich rings umher niedersetzen, umzingeln; τὸ τεῖχος, Dem. 59, 102; περικαθεσθέντες Luc. V. Il. 1, 23.
French (Bailly abrégé)
ao. περικαθέσθην;
s'asseoir autour : περί τι autour de qch.
Étymologie: περί, καθέζομαι.
Russian (Dvoretsky)
περικᾰθέζομαι:
1 садиться вокруг (περί τι Luc.);
2 облагать, осаждать (τὸ τεῖχος πολλῇ δυνάμει Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
περικαθέζομαι: ἀποθ., κάθημαι ὁλόγυρα, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· μετ’ αἰτ., κάθημαι ὁλόγυρα, πολιορκῶ πόλιν, Δημ. 1379. 23.
Greek Monolingual
Α καθέζομαι
1. κάθομαι ολόγυρα
2. (σχετικά με πόλη) περικυκλώνω, πολιορκώ.
Greek Monotonic
περικαθέζομαι: αποθ., κάθομαι ολόγυρα, σε Λουκ.· με αιτ., κάθομαι ολόγυρα, πολιορκώ την πόλη, σε Δημ.
Middle Liddell
Dep. to sit down round, Luc.: c. acc. to sit down round a town, Dem.