περιζώνω
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
Greek Monolingual
περιζώννυμι και περιζωννύω, ΝΜΑ
1. περιβάλλω με ζώνη, ζώνω ολόγυρα
2. κυκλώνω, περικυκλώνω («ο στρατός περιέζωσε την τοποθεσία»)
μσν.-αρχ.
1. μέσ. περιζώννυμαι
ζώνομαι ή ντύνομαι με κάτι («ἐσθῆτα περιεζώσατο» Πλούτ.)
2. φρ. «περιζώννυμαι δύναμιν» — παίρνω δύναμη (α. «οἱ ἀσθενοῡντες περιεζώσαντο δύναμιν», Άνν. Κομν.
β. «ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο», ΠΔ).