περιλωπίζω
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
A strip, gloss on (or perh. glossed by) περιδῦσαι, Poll.7.44 ( = Hyp.Fr.263).
German (Pape)
[Seite 582] rings einhüllen, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
περιλωπίζω: περικαλύπτω, περιενδύω, «καὶ περιλωπίσαι, ὅπερ Ὑπερ(ε)ίδης περιδῆσαι εἴρηκεν» Πολυδ. Ζ΄, 44.
Greek Monolingual
Α
καλύπτω ολόγυρα με λώπη, περιενδύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λωπίζω / < λώπη «ιμάτιο»].